προανακριτικός

προανακριτικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται στην προανάκριση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • προανακριτικός — ή, ό, Ν αυτός που αναφέρεται στην προανάκριση («προανακριτική διαδικασία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προανάκριση. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στα Έγγραφα Βουλής Ελλήνων] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”